τσαμπουνάω

τσαμπουνάω
βλ. τσαμπουνώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσαμπουνάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ) βλ. πίν. 58 (μόνο στον ενεστ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τσαμπουνώ — και τσαμπουνάω τσαμπούνησα 1. αμτβ., παίζω τσαμπούνα (βλ. λ.). 2. μτφ., κλαψουρίζω, μυξοκλαίω: Τσαμπουνάνε και τα δυο και μου πήρανε τ αυτιά. 3. φλυαρώ, λέω ανοησίες: Τι τσαμπουνάς τόση ώρα; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”